μυογόνος

μυογόνος
-ο
1. αυτός που παράγει μυϊκό ιστό
2. φρ. «μυογόνος ιστός» — το σύνολο τών αρχέγονων επιθηλιακών μυοστομίων, από τα οποία διαμορφώνεται η πρώτη καταβολή τών μυϊκών ινών
3. το ουδ. ως ουσ. το μυογόνο
(βιοχ.) πρωτεΐνη τής ομάδας τών γλοβουλινών, η οποία απαντά στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myogene (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”